Αντί για μανιφέστο.


Κανείς δεν νοιάζεται, μέχρι να νοιαστεί.”

Σε διάστημα περίπου 10 χρόνων ασχολήθηκα -σχεδόν ασυνείδητα- με πολλές διαφορετικές τέχνες (χορό, ακροβατικά, μουσική) παράλληλα με την δουλειά μου ως γραφίστας και εικονογράφος. Όπως το κατανοώ τώρα, είχα ανάγκη για ανακάλυψη νέων τρόπων επικοινωνίας, σύνδεση αλλά και διεύρυνση των γνώσεών μου. Έψαχνα και νέους κώδικες επικοινωνίας αλλά και νέα μηνύματα. Μέσα από αυτή την διαδικασία, εκτός πολλών άλλων, ανακάλυψα και την διασύνδεση μεταξύ των τεχνών, των επιστημών και της καθημερινής ζωής. Για την ανάκτηση της πιο απαιτητικής επικοινωνίας -αυτής με τον εαυτό μου- ζήτησα βοήθεια από ειδικό (της επιστήμης της ψυχολογίας) και εκεί, η τέχνη της ζωγραφικής είχε τον ρόλο της στην διαδικασία της επικοινωνίας. Συνοψίζοντας, ήταν 10 χρόνια καλλιτεχνικής & συναισθηματικής εκπαίδευσης, όπου διεκδίκησα να βρω μια διαδικασία να μαθαίνω κάθε μέρα με ένα τρόπο διαφορετικό από αυτόν που γνώρισα από το σχολείο.

Η πρώτη μου τέχνη είναι η ζωγραφική. Στο σπίτι, υπήρχαν πίνακες του Τσαρούχη, του Νταλί, του Μαγκρίτ και του Γαΐτη, την ταυτότητα των οποίων επιβεβαίωσα με έρευνα από φωτογραφίες. Δεν καταλάβαινα γιατί ήταν στους τοίχους, αλλά κοιτούσα τα χρώματα, τα σχήματα και ήθελα να τους εξηγήσω κάπως, αφού ζούσαμε στον ίδιο χώρο τόσα χρόνια. Τα πρώτα μου σχέδια ήταν γυναικείες μορφές με έμφαση στις πτυχές των ρούχων τους, μια γάτα με σακάκι σε μορφή κόμικ που έλεγε τις ιστορίες της, θεατρικά σκηνικά και πολλά κάστρα. Στο σχολείο είχαμε εκείνο το μισό-μισό τετράδιο το οποίο νομίζω ήταν ότι καλύτερο μου είχε συμβεί: μπορούσα να γράφω και να σχεδιάζω ή το ανάποδο, είχα βρει αυτά τα λίγα εκατοστά έκφρασης. Η ζωγραφική -που κάποιες φορές συνδυαζόταν με μουρμούρισμα κάποιου τραγουδιού- είχε γίνει ένας τρόπος επικοινωνίας και για ένα μεγάλο διάστημα τον προτιμούσα από τις λέξεις. Η επόμενη τέχνη μου -πολλά χρόνια μετά- ήταν μια ιδιαίτερη μορφή χορού που ξεκίνησε από ανάγκη για άσκηση και γυμναστική. Ακόμα δυσκολεύομαι να βρω τον ορισμό που να εκφράζει το πως το βίωνα: “δημιουργική κίνηση σε αιωρούμενο εξοπλισμό” (performance/χορός ή ακροβατικά σε σχοινί). Ήταν ίσως η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα ότι έχω κι ένα τριασδιάστατο ενεργό σώμα με την δυναμική του και στο έδαφος και πάνω από αυτό. Τότε είδα πρώτη φορά μια μορφή άσκησης να γίνεται σταδιακά τέχνη και τρόπος επικοινωνίας με πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους. Σήμερα έχουν προστεθεί κι άλλες τέχνες, και συνεχίζω να διατηρώ αυτόν τον τρόπο δημιουργικής εκπαίδευσης σαν πρακτική και για την δουλειά μου.

(Ποιό από όλα όσα κάνουμε με αγάπη καθημερινά, δεν αποτελεί μια μορφή τέχνης, και πώς η τέχνη αυτή αναπαράγεται άρα και διδάσκεται;)


Τα δικά μου “λιωμένα ρολόγια”, ο τίτλος του έργου:
“The Persistence of Memory”, Salvador Dali, 1931.

Τί επικοινωνούν οι τέχνες; Τί είδους μηνύματα έπαιρνα; Τους μήνες αυτούς βρήκα τον χρόνο να καταγράψω αυτά τα νέα μέσα και τους κώδικες επικοινωνίας και κοίταξα το μήνυμα ή αλλιώς το θέμα τους και το περιεχόμενό τους. Όταν άρχισα να αναζητώ τα μηνύματα και τις συνδέσεις τους, τα έβλεπα συχνότερα: οι πυρηνικές δοκιμές στο New Mexico από αναφορά στην σειρά Twin Peaks, ο Ισπανικός εμφύλιος και ο όλεθρος του πολέμου μέσα από την Γκερνίκα του Πικάσο, τα γεωγραφικά όρια μεταξύ κρατών και γλωσσών από ένα μπεράτι Κόνιτσας, η συνεργασία και οι απαιτήσεις για επικοινωνιακές δεξιότητες από την ανάγκη για δημιουργία μιας χορευτικής σύνθεσης ή ενός φωνητικού συνόλου.

Κατανοώ πως οι τέχνες δεν αρκούν για να θέλει κανείς απαραίτητα να ερευνήσει και να μάθει, όμως είναι τόσο μεγάλο το εύρος και η ποικιλία τους που ο καθένας μπορεί να ξεκινήσει από αυτό το ένα μικρό που αγαπάει πολύ.

Μεταξύ εργασίας και καλλιτεχνικής εκπαίδευσης, άρχισα -αναπόφευκτα- να δημιουργώ τέχνη. Ψάχνοντας να βρω κάποιο τρόπο να την επικοινωνήσω, ξεκίνησα να εκθέτω κάποια σχέδια τυπώνοντάς τα σε ρούχα και αναρτώντας τα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τότε άρχισα να παρατηρώ τις λεπτές διαχωριστικές γραμμές μεταξύ εφαρμοσμένων και καλών τεχνών ως προς το περιεχόμενο τους και τα μέσα επικοινωνίας τους, αλλά και την σύνδεση της κάθε τέχνης με την ιστορία, την κοινωνία και ένα εύρος επιστημών τις οποίες διδασκόμαστε στο σχολείο.

Πίνακες μέσα στους οποίους νομίζω ότι έχω ζήσει.

Atavistic Ruins After The Rain – (Vestiges Ataviques Après La Pluie)”, 1934 By Salvador Dali

Η πανδημία και ο χρόνος που κυλούσε διαφορετικά καθάρισαν -απότομα- στο μυαλό μου το τοπίο των προτεραιοτήτων. Η άμεσα ανάγκη για συνεργασία και κοινωνική αλληλεγγύη και συνοχή ενάντια στον “κοινό εχθρό” έφεραν στο φως μια πληθώρα σοβαρών κοινωνικών ζητημάτων όπως τα εθνικά συστήματα υγείας και η πρόσβαση σε αυτά, αλλά και τα πιο αθέατα που δεν λύνονται με μία παραπάνω μονάδα εντατικής θεραπείας όπως τι σημαίνει συμπεριφέρομαι με ευθύνη και αγάπη για να προστατέψω τον διπλανό μου. Σκέφτηκα, αστραπιαία, πότε μάθαμε να ενεργούμε στην καθημερινότητά μας για το κοινό καλό; Λέξεις όπως αλληλεγγύη και αγώνας έχουν ενοχοποιηθεί ως πολιτικές.

Τα ασυνήθιστα μισοάδεια ράφια με μακαρόνια και όσπρια, σε συνδυασμό με την γενικότερη αγωνία των σουπερμάρκετ με έκαναν να σκεφτώ όλη την αλυσίδα που κάνει το φαγητό για να φτάσει σπίτι μας. Σχεδίαζα ένα έργο με παρόμοιο θέμα και έκανα μια μικρή έρευνα να δω πόσο κόσμος πεινάει σήμερα. 821 εκατομμύρια. Η πείνα, μου θύμησε την ταινία με τον Λογοθετίδη που αναγκάστηκε να φάει το καναρίνι του κατά την διάρκεια της Κατοχής. Έψαξα για την Κατοχή και έπεσα πάνω στις φωτογραφιές με τα κάρα που μάζευαν τους νεκρούς από την πείνα στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, στους ίδιους ακριβώς που περπατάμε σήμερα. Πώς γίνεται; Τι έχει πάει τόσο στραβά και δεν συμπονάμε εμάς τους ίδιους για αυτά που έχουμε περάσει; Αν οι εικόνες αυτές είχαν αποτυπωθεί στην μνήμη μας, θα κάναμε τα ίδια; Έβλεπα τις φωτογραφίες με τις αυξανόμενες μερίδες που ετοίμαζε ο Άλλος Άνθρωπος όλο αυτόν τον καιρό και σκέφτηκα αν θα μπορούσε να πάει μερικά πιάτα πίσω στον χρόνο.

Οι κοινωνίες αντιμετώπιζαν και πάντα αντιμετωπίζουν κάθε μορφής προκλήσεις σε όλους τους τομείς. Πιστεύω ότι η μεγαλύτερη πρόκληση βρίσκεται στον τρόπο που αυτά τα θέματα επικοινωνούνται και αποτυπώνονται στις μνήμες και τις συνειδήσεις.

Στην εφηβεία προσπαθούσα να αποκρυπτογραφήσω διάφορα μουσικά ή ζωγραφικά έργα, να συνδεθώ με τις τους εκπροσώπους τους (Τσαϊκόφσκι, Κομπέϊν, Βελάσκεθ) και με άλλους ανθρώπους μέσω αυτών. Ο βασικός λόγος που στρεφόμουν σε καλλιτέχνες, ήταν γιατί η επικοινωνία των “μεγάλων” γρήγορα μου έδειξε ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για ευελιξία, διαφορετικότητα, εναλλακτικές και συνεργατικό πνεύμα. Κατέγραφα πάντα όσο περισσότερες πληροφορίες μπορούσα -σαν σφουγγάρι που μου είχε πει και μια δασκάλα μου- και τις έβαζα σε ένα μουσείο στο μυαλό μου. Όταν κάτι χρειαζόμουν, το ανέσυρα. Μεγάλωσα σε ένα κόσμο όπου κυριαρχούσε αυτό που ονομάζω σαν συνολική εμπειρία και βίωμα “διχαστική κουλτούρα“, εννοώντας το σύνολο των ενεργειών και της επικοινωνίας που θέλει να βάζουμε τον άλλο απέναντι και γρήγορα, “στην θέση του” η οποία βέβαια δεν είναι ίδια με την δική μας, εμείς είμαστε “άλλοι”. Από τα κόμματα μέχρι την σχολική τάξη των καλών των κακών, από τον άντρα με τα ελαφρυντικά του μέχρι την γυναίκα με τα “έτσι πρέπει” της πώς περίμενε κανείς να αναπτυχθεί ένας άνθρωπος που να αποδέχεται τις γκρίζες ζώνες, την διαφορετικότητα και πόσο μάλλον να επικεντρώνεται στις λύσεις τον προβλημάτων και όχι στην φανατική επιλογή στρατοπέδων. Σε μια μικρή χώρα όπου όλοι κάπως συνδεόμαστε, όπως και σε μια μικρή κοινωνία, ποιόν εξυπηρέτησε η επικράτηση της διχαστικής κουλτούρας σε όλες τις μορφές επικοινωνίας; Σε εκείνο το σημείο, άρχισα να διαβάζω για τον Εμφύλιο.

Η κυρία με τα φρούτα στο κεφάλι ή
“Apparition of fruit dish and a face on a beach”, Salvador Dali, 1938

Σιγά σιγά, με το πέρασμα των χρόνων και τα νέα ερεθίσματα, άρχιζα να ψάχνω μέσα στο μουσείο που είχα φτιάξει, τις συνδέσεις. Οι συνδέσεις ήταν αυτές που δημιουργούσαν τις γκρι ζώνες και τα “εξαρτάται” ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο που προσπαθούσε να επιβληθεί.

Ποιά είναι τελικά όλα αυτά τα μηνύματα που μας επικοινωνούνται κάθε μέρα και μέσα από ποιά κανάλια τα λαμβάνουμε; Αν και προτιμώ να ερευνήσω ό,τι δεν μας επικοινωνείται. Αυτά που κρύβονται καλά, γιατί αναδεικνύουν τις φορές που υπήρξε συνεργασία, διάλογος, αλληλεγγύη.

Τα ανθρωπάκια του Γαΐτη.
(Πηγή φωτογραφίας: Μηχανή του Χρόνου)

Στην οπτική επικοινωνία η έρευνα για τα σύμβολα, τις λέξεις, τα σημεία, τις έννοιες και την σημειολογία της καθημερινής ζωής (όπως την μελετάει ο Ρολάντ Μπαρτ και ο Ουμπέρτο Έκο) δεν σταματάει ποτέ. Η έρευνα αυτή σε συνεργασία με την επίγνωση των συναισθημάτων δίνουν μια νέα διάσταση στην διαδικασία της επικοινωνίας.

Πιστεύω στην δημιουργική επικοινωνία που είναι χτισμένη στην εμπιστοσύνη και την ειλικρίνεια, όπως αυτή επικοινωνείται μέσα από τις τέχνες οι οποίες ξέρουν να αφηγηθούν δημιουργικά και να διδάξουν την ενσυναίσθηση που τόσο λείπει από την εκπαίδευση.

Η σειρά έργων “How does this work?”, ήταν μια ωδή στα συστήματα και τις μηχανές που παραδίδουν ένα τελικό προϊόν, αλλά κρύβουν καλά τα μαγικά της διαδικασίας τους, όπως κάνει κι ο ανθρώπινος νους όταν παράγει μηνύματα.

Σκέφτομαι ότι η σύγχρονη μάχη για οποιαδήποτε αλλαγή θέλουμε (αλλαγή για αρχή στον τρόπο που επικοινωνούμε) δίνεται στο πεδίο της ταπεινής καθημερινής επικοινωνίας, εκεί που μπορούμε να ελέγξουμε τις λέξεις που επιλέγουμε έχοντας στο μυαλό μας την συνεχή εναλλαγή ρόλων από αποδέκτη ενός μήνυματος σε πομπό. Όταν κατανοήσουμε πόσο γρήγορα βρισκόμαστε από τον ένα ρόλο στον άλλο θα αποδεχθούμε και την αλλαγή σαν την μόνη μορφή σταθερότητας όπως την έχουμε ανάγκη -σε αντίθεση με την πρακτική που αντιμετωπίσαμε μεγαλώνοντας ότι είσαι ή με τους εδώ ή με τους από εκεί και για πάντα.

Πριν από καιρό, ψάχνωντας παλιά βιβλία των γονιών μου βρήκα αυτά τα δύο και ξεκίνησα να τα διαβάζω. Στις πρώτες κιόλας σελίδες, σκέφτηκα “Είναι όλα εδώ, απλά πρέπει να αναγνωστούν αλλιώς”.

“Η Τέχνη είναι μια γλώσσα. Μια γλώσσα πανανθρώπινη, που ενώνει και συναδελφώνει. Αγγίζει τις βαθύτερες πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης μας, συγκινεί, ενθουσιάζει, γοητεύει.

[…]

Ηλίας Βιγγόπουλος, “Η Τέχνη στο Νηπιαγωγείο και το Δημοτικό σχολείο”, Αθήνα 1982, Εκδόσεις Δίπτυχο

Η συζήτηση για τις τέχνες και την αξία της ενσυναίσθησης στην εκπαίδευση υπάρχει (ενδεικτικά αναφέρω “Οι Τέχνες στο ελληνικό σχολείο: παρόν και μέλλον” , η συζήτηση για διδασκαλία των συναισθημάτων στο σχολείο, Empathy teaching in Danish schools , Τα Μουσεία ως Φορείς Αλλαγής: Διαφορετικότητα, Προσβασιμότητα και Ενσωμάτωση ). Οι προκλήσεις για την ανθρωπότητα αυξάνονται, η ανάγκη για συνεργασία και προσαρμοστικότητα γίνεται επιτακτική, η αναθεώρηση των καλά εδραιωμένων ιδεών και προτύπων γίνεται μέρος της καθημερινότητας. Μπορούμε να βρούμε δημιουργικούς τρόπους να επικοινωνούμε κάθε μέρα καλύτερα τις ανάγκες και τα προβλήματά μας, αντλώντας από τα εργαλεία των τεχνών και την ενσυναίσθηση και διεκδικώντας την ένταξή τους στην εκπαίδευση. Μπορεί το μουσείο να γίνει το μελλοντικό σχολείο;


Κανείς δεν νοιάζεται, μέχρι να νοιαστεί.”